- γεράνι
- I
(geranium). Καλλωπιστικό φυτό, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πελαργόνιο το ζωνωτό. Όλα τα είδη του φυτού αυτού αναφέρονται συνοπτικά ως γερανιίδες. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και γένος φυτών, άσχετο με το καλλωπιστικό, με περίπου 20 είδη του δάσους και των ορεινών λιβαδιών.
Μία από τις πολλές ποικιλίες γερανιού είναι το πελαργόνιο το ζωνωτό, το πιο διαδεδομένο είδος της οικογένειας των γερανιιδών.
IIΦυτό και άνθος του γερανιού του δασικού, είδος το οποίο φυτρώνει στα δάση και στα ορεινά λιβάδια.
Συσκευή που χρησιμοποιούσαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας για να αντλήσουν νερό από πηγάδια μικρού βάθους. Ονομαζόταν επίσης ανάφορον ή κυλώνειον. Δύο δοκοί σε σχήμα ζυγού τοποθετούνταν πάνω από το στόμιο του πηγαδιού, η μία σταθερή και η άλλη κινούμενη. Στην κινούμενη υπήρχε σχοινί με δοχείο (κάδος) για την άντληση του νερού, στο άλλο άκρο του σχοινιού αντίβαρο του ιδίου βάρους με το δοχείο γεμάτο νερό. Όταν το δοχείο γέμιζε νερό, το αντίβαρο το ανέσυρε αυτόματα από το πηγάδι.* * *(I)το (AM γεράνιον)γένος φυτών τής οικογένειας Γερανιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρανος. Το φυτό ονομάστηκε έτσι επειδή ο καρπός του μοιάζει με το ράμφος τού ομώνυμου πουλιού].————————(II)το (Μ γεράνιον) [γέρανος]1. μικρός γερανός, μικρό βαρούλκο2. μικρός γερανός με ξύλινη δοκό που χρησιμοποιείται για να βγάζουν νερό από πηγάδι.
Dictionary of Greek. 2013.